μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] … Dictionary of Greek
αρχοντολόι — το (Μ ἀρχοντολόγιν) 1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων 2. η τάξη των πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + λόι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)] … Dictionary of Greek
γενεαλόγι — το (Μ γενεαλόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. οι συγγενείς, η οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γενολόγι — το (Μ γενολόγιον και γενολόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. η οικογένεια, οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, γενεαλόγι, μελισσολόι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δενδρολό(γ)ι — το πυκνή συστάδα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο + λό(γ)ι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι)] … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελισσοθέμι — το το μελισσολόι … Dictionary of Greek